- ζαχαροδιαβήτης
- οιατρ. κοινή ονομασία τού σακχαρώδους διαβήτη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαχαροδιαβήτης — ο διαταραχή του μεταβολισμού: Πάσχει από ζαχαροδιαβήτη και γι αυτό έχει συχνουρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… … Dictionary of Greek
σακχαρώδης — ες, Ν 1. ζαχαρώδης 2. φρ. «σακχαρώδης διαβήτης» ιατρ. χρόνια νόσος τής οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η ύψωση τής στάθμης τού σακχάρου στο αίμα, αλλ. διαβήτης ή κν. ζαχαροδιαβήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Α.… … Dictionary of Greek
σακχαροδιαβήτης — σακχαροδιαβήτης, o, βλ. ζαχαροδιαβήτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)